μηχανικός

μηχανικός
-ή, -ό (ΑΜ μηχανικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές ή αυτός που εκτελείται με μηχανές (α. «ὀργάνοις τισί μηχανικοῑς», Αριστοτ.
β. «μηχανική καλλιέργεια» γ. «μηχανική βλάβη»)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κίνηση τών φυσικών σωμάτων ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους
2. το αρσ. ως ουσ. ο μηχανικός
επιστήμονας ή ειδικός τεχνίτης που ασχολείται με την κατασκευή, την εγκατάσταση, τον χειρισμό ή και τη συντήρηση τών μηχανών («μηχανικός αεροπλάνου»)
3. το θηλ. ως ουσ. η μηχανική
κλάδος τής φυσικής ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τής κίνησης και τής ισορροπίας τών φυσικών σωμάτων υπό την επίδραση τών δυνάμεων που ασκούνται επάνω τους, καθώς και τα αίτια και τους νόμους που διέπουν την κίνηση αυτή
(α. «κλασική μηχανική» — κλάδος τής μηχανικής που μελετά την κίνηση τών μακροσκοπικών σωμάτων, η οποία συντελείται με ταχύτητες μικρές σε σχέση με την ταχύτητα τού φωτός
β. «κβαντική μηχανική» — κλάδος τής φυσικής που μελετά τα φαινόμενα τα οποία συντελούνται σε ατομική και υποατομική κλίμακα, όπου δρουν ειδικοί νόμοι που βασίζονται στην έννοια τού κβάντου
γ. «ουράνια μηχανική» — κλάδος τής αστρονομίας που μελετά τις κινήσεις τών ουράνιων σωμάτων υπό την επίδραση τής παγκόσμιας έλξης)
4. μτφ. αυτός που γίνεται χωρίς τη μεσολάβηση κριτικής σκέψης ή θέλησης, αυτός που γίνεται αυτομάτως, ενστικτωδώς (α. «έκανα ξαφνικά μια κίνηση τελείως μηχανική» β. «δίνει μηχανικές απαντήσεις χωρίς να σκέπτεται»)
5. το ουδ. ως ουσ. το μηχανικό
στρ. μάχιμο όπλο τού στρατού ξηράς, που έχει ως καθήκον την κατασκευή, αποκατάσταση ή και, σε περίπτωση ανάγκης, καταστροφή τών συγκοινωνιών, καθώς και την κατασκευή οχυρωματικών έργων, όπως και άλλων γενικότερων τεχνικών έργων ή την πραγματοποίηση υπονομευτικών αποστολών στο εχθρικό έδαφος
6. φρ. α) «μηχανική μνήμη» — μνήμη η οποία έχει ως αιτία ανάπλασης τών παραστάσεων τον συγχρονισμό και όχι την εσωτερική σχέση τών παραστάσεων
β) «μηχανικός εμπορικού ναυτικού» — ο υπεύθυνος, σε ανάλογο επίπεδο διοίκησης, για τη λειτουργία τών κύριων μηχανών πρόωσης, τών ηλεκτρομηχανών και τών βοηθητικών μηχανημάτων τού πλοίου
γ) «επιστήμη μηχανικού» — το σύνολο τών μεθόδων και τών τρόπων εφαρμογής τής επιστήμης και τών επιτευγμάτων της με σκοπό την άριστη επεξεργασία τών φυσικών πόρων προς όφελος τού ανθρώπου
δ) «πολιτικός μηχανικός» — επιστήμονας ο οποίος ασχολείται με τη σχεδίαση και την κατασκευή τεχνικών έργων, όπως λ.χ. κτηρίων, γεφυρών, οδών
ε) «μηχανικός εξοπλισμός» — γενική ονομασία όλων τών μηχανών οι οποίες υποκαθιστούν την ανθρώπινη εργασία
μσν.
1. δόλιος, ραδιούργος
2. αυτός που είναι κατασκευασμένος με σκοπό να εξαπατήσει
3. πολιορκητικός
4. φτειαχτός, τεχνητός
5. φρ. «τέχνη μηχανική» — ραδιουργία, δολοπλοκία
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηχανικά
πολιορκητικοί τρόποι, μέσα πολιορκίας
μσν.-αρχ.
επινοητικός, εφευρετικός, ευφυής
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μηχανικά
τίτλος έργου τού Αριστοτέλους το οποίο έχει ως αντικείμενο την επιστήμης τής μηχανικής.
επίρρ...
μηχανικώς και -ά (ΑΜ μηχανικῶς)
με μηχανικό τρόπο, σύμφωνα με τους νόμους τής μηχανικής
νεοελλ.
αυτόματα, ενστικτωδώς, ασυναίσθητα
νεοελλ.-μσν.
με τρόπο επιτήδεια απατηλό, με δόλο ή με πανουργία
αρχ.
με επιδεξιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή. Τη λ. δανείστηκε η λατ. (πρβλ. λατ. mechanicus) και από αυτήν οι άλλες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. mechanic, γαλλ. mecanique)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μηχανικός — resourceful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή γίνεται με μηχανές: Μηχανικά πειράματα. 2. αυτός που γίνεται ασυνείδητα: Ήταν αφηρημένη και δούλευε κάνοντας μηχανικές κινήσεις. ο 1. ειδικός επιστήμονας ή τεχνίτης που ασχολείται με την κατασκευή, τη συντήρηση ή το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηχανικά — μηχανικός resourceful neut nom/voc/acc pl μηχανικά̱ , μηχανικός resourceful fem nom/voc/acc dual μηχανικά̱ , μηχανικός resourceful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανικῶν — μηχανικός resourceful fem gen pl μηχανικός resourceful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανικόν — μηχανικός resourceful masc acc sg μηχανικός resourceful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανικώτατα — μηχανικός resourceful adverbial superl μηχανικός resourceful neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανικώτατον — μηχανικός resourceful masc acc superl sg μηχανικός resourceful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανικαῖς — μηχανικός resourceful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανικαί — μηχανικός resourceful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανικοῖς — μηχανικός resourceful masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”